- ἄτοκος
- ἄ-τοκος, (1) unfruchtbar; noch nicht geboren habend. (2) ohne Zinsen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἄτοκος — having never yet brought forth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτοκος — Μικρό ακατοίκητο νησάκι (υψόμ. 140 μ.) του νομού Κεφαλληνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιθάκης. Υπάγεται διοικτικά στον δήμο Ιθάκης. * * * η, ο (AM ἄτοκος, ον) [τόκος] Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος 2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη 3.… … Dictionary of Greek
άτοκος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φέρνει τόκο: Η αγροτική τράπεζα δίνει στους αγρότες και άτοκα δάνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄτοκον — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem acc sg ἄτοκος having never yet brought forth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόκοις — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόκοισι — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόκοισιν — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόκου — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόκους — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόκων — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόκῳ — ἄτοκος having never yet brought forth masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)